Search Results
133 items found for ""
- Αυτή
Μου λείπει η αγκαλιά. Αυτή η αγκαλιά που σε κλείνει μέσα της και νιώθεις «Μωρός», αυτή η αγκαλιά που σου προσφέρει την αίσθηση του ανύπαρκτου χρόνου. Η αγκαλιά της ψυχής. Αυτή που – λες και γιατρός – μεγαλώνει τις αισθήσεις σου, τα νιώθεις όλα πιο πολύ. Και ξαφνικά είσαι το παιδί που παίζει στην πλατεία κάτω από το σπίτι σου, το καναρίνι που τιτιβίζει στο μπαλκόνι του γείτονα, η γάτα που νιαουρίζει νωχελικά στην αυλή... Σκέφτομαι, άραγε με ξέρει κανείς καλύτερα από το αγαπημένο μου λούτρινο; Με έχει νιώσει κανείς τόσο; Με έχει σιχαθεί κανείς τόσο; Μου λείπει αυτή η αγκαλιά. --- Αλίκη
- Καλοκαίρι σημαίνει
Καλοκαίρι σημαίνει να αφήνεις πίσω τα πάθη του χειμώνα. Να ανασαίνεις και με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια να φιλάς το αλμυρό νερό της θάλασσας που θα επουλώνει το τραύμα σου. Καλοκαίρι σημαίνει να αναπνέεις το οξυγόνο που στερήθηκες. Και με δάκρυα ανακούφισης και με λυγμούς να χάνεσαι τα βράδια στους αστερισμούς. --- Πέτρος Παπαντωνάκος
- Το απόψε μας
Απόψε η νύχτα αφιερώθηκε σε μένα αρνούμαι να μεγαλώσω Αναζητάς το αύριο, ένα μπουκέτο λουλούδια το μέσα μας, δυο παιδιά που κρύβονται πίσω από δέντρα Απόψε το φεγγάρι ψιθυρίζει μυστικά σε σένα· ας μην σβήσει Προσμένεις το ξημέρωμα κι ας τρέχουμε ακόμη σε δρόμους ατελείωτους μακριά από δείκτες. Απόψε τα σώματά μας ταλανίζονται σε μυστήρια έλξη Περιμένω το θαύμα Χορεύεις γύρω μου στο σκοτάδι απομακρύνεσαι και ρυθμικά πάλι πλησιάζεις απόσταση αναπνοής Τις λέξεις μπερδεύω τα γράμματα δεν μου κάνουν το χατίρι τις νύχτες δεν μετρώ πια το απόψε μας δεν θα ξανάρθει --- Αγγελική
- Εύα
Πάμε, λοιπόν, εσύ κι εγώ, από τον δρόμο, ίσως, τον πιο κοντινό, σ’ έναν γεμάτο με μήλα Παράδεισο. Πάμε να φάμε τους καρπούς, τους κόκκινους ή και τους πράσινους, που όλοι του κόσμου οι Θεοί μας έχουν απαγορεύσει. Πάμε περνώντας την Συγγρού, όπου εδρεύει το μεγάλο του κόσμου μανάβικο. Εκεί, ζητώντας το μήλο του Νεύτωνα, θα διατυπώσουμε πάλι τον νόμο της έλξης, ώσπου να μπουν τα σώματά μας σε τροχιά γύρω απ’ τον ήλιο και να καμπυλωθούν. Έπειτα ας μείνουμε εκεί γυμνοί, στην άκρη ακριβώς του διαστήματος, δαγκώνοντας μες απ’ το στόμα του άλλου το μήλο που μόλις μαζί κλέψαμε. --- Λευτέρης Χονδρός
- Τα ενδότερα
Όταν είμαστε μόνοι στο δωμάτιο, όταν τα παντζούρια είναι κλειστά, όταν δεν μας ενοχλούν οι θόρυβοι, νιώθω κάτι άλλο μέσα μου. Όταν μ' αγκαλιάζεις, όταν με χαϊδεύεις, όταν με αγγίζεις, νιώθω ότι είμαι ελεύθερος. Όταν σ' αγκαλιάζω και περνώ τα χέρια μου γύρω από 'σένα κι όταν σε αγγίζω κι όταν σε χαιδεύω, νιώθω ότι είμαι ελεύθερος. Όταν με φιλάς, όταν με φιλάς τα μάτια μου κλείνουν και τότε πάλι είμαι ελεύθερος. Τίποτα δεν μπορεί να μου στερήσει αυτήν την ομορφιά, αυτήν τη στιγμή που γαληνεύω. Όταν μου μιλάς γλυκά, όταν στο στήθος μου γέρνεις και ακουμπάς, και τότε είμαι ελεύθερος. Κι όταν μου λες πως μ' αγαπάς και ύστερα στα μάτια με κοιτάς, δεν έχω υπάρξει πιο ελεύθερος. --- Πέτρος Παπαντωνάκος
- Τρία
Μου αρέσουν τα αρχετυπικά τρίπτυχα, με ελκύουν, με ερεθίζουν. Ο Αδάμ, η Εύα, ο όφις Ο Πατήρ, ο Υιός, το Άγιο Πνεύμα Ο Παράδεισος, ο Άγιος Πέτρος, τα Χερουβείμ Αλλά και πιο σύγχρονα. Η Θέση, η Αντίθεση και η Σύνθεση. Το Εγώ, το Υπερεγώ και το Αυτό. Οι Τρεις Χάριτες. Το τρίο στούτζες. Μια κάποια μαγεία υπάρχει στα τρίπτυχα. Κλιμακώνουν το λόγο, τα επιχειρήματα, το συναίσθημα. Κι ύστερα αποκτούν δομή, στόχο, εξουσία. Μεταχειρίζονται περίεργους τρόπους, γίνονται αξέχαστα, γίνονται σήμερα αναφοράς στη ζωή σου. Μπερδεύονται με το πραγματικό, το φανταστικό, το φαντασιακό, σκαρώνουν απίστευτες ιστορίες που όμοιες δεν έχεις ξανασυναντήσει. Με τρίπτυχα σκέφτομαι, με τρίπτυχα γράφω, με τρίπτυχα μιλάω. Είναι το μοναδικό μου μέτρο, για να μην τρελαθώ στον απεριόριστο και απειροελάχιστο κόσμο. Εγώ βρήκα τον τρόπο, εσύ να προσέχεις. --- Αλίκη
- Πλανόδιος ποιητής
Γύριζε τον κόσμο αναζητώντας ερεθίσματα. Έβλεπε ποίηση σε κάθε γωνιά. Πώς θα μπορούσε να μείνει στο σπίτι και να περιοριστεί πίσω από μία κλειστή πόρτα; Η έμπνευση ερχόταν κάθε μέρα κι από κάτι διαφορετικό, βίωμα προσωπικό ή απομακρυσμένο. Γι’ αυτό ζούσε την κάθε στιγμή· το υλικό της ποίησής του. Γύριζε στον κόσμο όσα ο κόσμος του πρόσφερε. Τα μετέτρεπε σε λέξεις, τα έβαζε στο χαρτί, έσβηνε και έγραφε και έσκιζε και πέταγε σελίδες, μέχρι να δει στο χαρτί όσα έβλεπε γύρω του. Γυναίκες να περπατούν ανάλαφρα με το κεφάλι ψηλά, κι ας κουβαλάνε ψώνια και έγνοιες, σακούλες με απορρίμματα και όνειρα που προορίζονται για ανακύκλωση. Άνδρες στον δρόμο προς τον ήλιο, που αψηφούν την κίνηση και απολαμβάνουν τη διαδρομή. Παιδιά με μάσκες πάνω από τα χαμόγελά τους, με πέπλο γύρω από την ψυχή τους κι αστείρευτη ενέργεια να πηγάζει από μέσα τους. Γύριζε επειδή ήταν ελεύθερος. Πάντα έτσι ήταν, ποτέ του δεν περιορίστηκε. Γιατί τα δεσμά μας τα δημιουργούμε οι ίδιοι. Ένας ποιητής όμως δεν μπορεί να είναι δέσμιος. Η ψυχή ταξιδεύει, τα όνειρα δεν σβήνουν το πρωί και το φως του ήλιου σημαίνει ελπίδα. Κάθε μέρα μεταφράζεται σε ελπίδα, έστω κι αν ο ήλιος παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Άλλωστε, ποτέ του δεν φοβήθηκε τη νύχτα. Πολλές φορές μάλιστα, έκλεινε τα μάτια του, δημιουργώντας τεχνητό σκοτάδι. Τον βοηθούσε να συγκεντρώνεται, να οραματίζεται την κατάλληλη αλληλουχία γραμμάτων και να βλέπει τις λέξεις να ζωντανεύουν μπροστά του, σαν σε όνειρο. Σκάρωναν παιχνίδια και έστηναν τρελούς χορούς, μέχρι που σωριάζονταν σε μια κενή σελίδα του τετραδίου του. Πόσο του άρεσε να απομνημονεύει τα ποιήματά του και να προσθέτει κάθε βράδυ μια στροφή, εξασκώντας όλο και περισσότερο το μυαλό του... Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έβαζε τελεία σε ένα ποίημα την ίδια μέρα που έγραφε το πρώτο κεφαλαίο γράμμα του. Θεωρούσε ότι κάθε πράγμα είχε τους δικούς του ρυθμούς, τον δικό του κύκλο ζωής. Η μέρα 24 ώρες, το ποίημα περισσότερες. Μπορεί να μην έφτανε ποτέ στην ενηλικίωση, αλλά να παρέμενε για πάντα στην ανατολή του. Επίσης, άλλα ποιήματα, κατά τη γνώμη του, είναι θνητά, η ζωή τους ταυτίζεται με τη ζωή του ποιητή. Άλλα ποιήματα είναι θνησιγενή, γεννιούνται για να πεθαίνουν ή πεθαίνουν πριν γεννηθούν. Άλλα ποιήματα, πάλι, είναι αιώνια, προορισμένα να τριγυρνούν στο μυαλό των ανθρώπων της μιας γενιάς μετά την άλλη. Εκείνος αυτά τα ποιήματα θαύμαζε, κι ας ξετρύπωνε συνεχώς και κάποια που ακόμα ψυχορραγούσαν, κι ας μην τελείωνε ποτέ τα δικά του ποιήματα, για να μην ακολουθήσουν τη μοίρα των θνησιγενών. Λίγο πολύ αυτά κατάλαβα για τον πλανόδιο ποιητή, χωρίς ποτέ να του μιλήσω. --- Αγγελική
- Αφήνω στα χέρια σου
Αφήνω στα χέρια σου το σεντόνι του κόσμου. Τώρα στα χέρια σου κρατάς έναν μαύρο ουρανό. Να τον κρατάς γερά γιατί θέλει να ταξιδέψει –μην τον αφήσεις να ταξιδέψει. Κράτα τον γερά για να έχουμε να ζεσταινόμαστε. Αφήνω στα χέρια σου το άρωμα του χειμώνα. Τώρα στα χέρια σου κρατάς έναν κρύσταλλο χιονιού. Να το κρατάς γερά γιατί θέλει να ξεχάσει –μην το αφήσεις να ξεχάσει. Κράτα το γερά για να έχουνε να παίζουν τα παιδιά. Αφήνω στα χέρια σου το υλικό του ονείρου. Τώρα στα χέρια σου κρατάς μίαν αιθέρια ύπαρξη. Να την κρατάς γερά γιατί θέλει να μιλήσει –μην την αφήσεις να μιλήσει. Κράτα την γερά για να έχουμε κάπου να πιστεύουμε. Αφήνω στα χέρια σου τα χέρια μου. Τώρα στα χέρια σου κρατάς την υφή της ψυχής μου. Να την κρατάς γερά γιατί θέλει να σε φιλήσει –μην την αφήσεις να σε φιλήσει. Κράτα την γερά για να βρει το σθένος να σ' αγαπήσει... --- Λευτέρης Χονδρός
- Φου
Φοβάμαι τον άνεμο. Όχι αυτό το γλυκό αεράκι που το καλοκαίρι κυματίζει τα μαλλιά μου και το χειμώνα αναζωογονεί τα μάγουλά μου. Τον άλλο, τον ορμητικό, τον τρελό άνεμο που θαρρείς πως κάνει σεισμό και σείεται το σπίτι. Εκείνο τον άνεμο που με κάνει να νιώθω μικρή και απροστάτευτη, που μου φανερώνει απλά ότι η φύση εξαγριώνεται και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, που με αναγκάζει να σκεφτώ πόσες ψυχές κρυώνουν και πεθαίνουν, την ώρα που έχω την πολυτέλεια να ντυθώ πιο ζεστά. Ναι με φοβίζει ο άνεμος… Εύχομαι να έρθει η ιερή στιγμή που δε θα υπάρχει λόγος να φοβάμαι τον άνεμο, που δε θα υπάρχει καμία ψυχή στο δρόμο για να ανησυχώ.. --- Αλίκη
- Εμμονή
Στου έρωτα τα σκοτεινά της ρεύματα με οδηγεί. Παράλληλη ζωή κι αλλοτινή. Δυϊκή πραγματικότης. Κλειστά τα μάτια, το πνεύμα μόνο μένει ανοικτό. Αιώνια νύχτα το σώμα μου υπνωτίζει. Μονάχα εκείνη στο κενό νόημα δίνει. Με δημιουργεί κι έπειτα μ' αφήνει. Με ξυπνά για να προφέρω τ' όνομά της. Πότε ψίθυρος και πότε ουρλιαχτό, στο άδειο δωμάτιο υπάρχει η σκιά της. Εδώ σιωπή, γιατί στον θόρυβο τη χάνω. Είναι κρυφή για τον πολύ τον κόσμο, μα φανερή σ' ό,τι κι αν κάνω. Τώρα είναι εδώ και δίπλα μου κοιμάται. Την ονομάζω αναπνοή, φωνή της ερημιάς μου. Γλυκιά Εμμονή. Εμμονή της καρδιάς μου. --- Πέτρος Παπαντωνάκος
- Η εξαπάτηση
«Είκοσι επτά μικροσκοπικές ιστορίες». Αυτές αποτελούν τα περιεχόμενα του βιβλίου. Όλες συνοδεύονται από σκίτσα και ευφάνταστες εικονογραφήσεις και καμία δεν ξεπερνά τις τρεις σελίδες. Κι όμως, η συγγραφέας (Φαίη Κοκκινοπούλου) καταφέρνει να συμπυκνώσει σε αυτές τις λίγες γραμμές το νόημα που θέλει. Η αφήγηση είναι απλή, με αρχή που εκκινεί από μικρά και πολλές φορές ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας, μέση που αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα και ρέει φυσικά χωρίς να προβληματίζει τον αναγνώστη, και τέλος. Τέλος κάποιες φορές αναμενόμενο, βγαλμένο από τη ζωή. Κάποιες άλλες απρόβλεπτο, πάντα όμως πνευματώδες, που θα αναγκάσει τον αναγνώστη – όσο κι αν έχει μάθει να αντιστέκεται – να σκεφτεί. Άλλωστε, από τη σκέψη ξεκινάνε όλα, όπως και οι συνειρμοί για αυτές τις ιστορίες. Γράφτηκαν για να αποτελέσουν τροφή για τη σκέψη, απαραίτητο λίπασμα για το μυαλό, που κατακλύζεται καθημερινά από τα ζιζάνια της υπέρ και πάρα – πληροφόρησης. Η συγγραφέας στηλιτεύει κάποιες παθογένειες της σημερινής κοινωνίας, τις ανθρώπινες σχέσεις και τα πρότυπα, τα οποία οδηγούν σε προβληματικές συμπεριφορές. Με τα σκίτσα της δείχνει ότι καμιά φορά ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρώματα, βίδες, κουμπιά, κλειδιά, ζάρια, χάπια, αποτσίγαρα… Γι’ αυτό και ο τίτλος του βιβλίου επιλέχθηκε προσεκτικά μεταξύ των περισσότερων ιστοριών και δεν είναι άλλος από… την εξαπάτηση. --- Αγγελική
- Το σκιάχτρο
Αυτός σηκώθηκε έφυγε έγινε σκιάχτρο κανείς δεν τον κατάλαβε. Μια μέρα τόνε πιάσανε ανάμεσα στις καλαμποκιές και τα σιτάρια να γυροφέρνει ψάχνοντας τους περιστερώνες. Άλλοτε κυνηγούσε κάργιες και καρακάξες μέχρι να ανοίξουν φτερά και να απογειωθούν με τρόμο κι ανέλπιδα στα χέρια του. Τώρα δεν καταδέχεται κανένα άλλο πουλί παρά μόνο τα ταχυδρομικά περιστέρια. Είναι που αυτά γνωρίζουν και επιστρέφουν στο σπίτι τους ή δεν μπορεί άλλους μαντατοφόρους - κανείς δεν κατάλαβε. --- Λευτέρης Χονδρός