Η «Εντολή» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976, 24 χρόνια μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, Δημήτρη Μπάτση, Νίκου Καλούμενου και Ηλία Αργυριάδη. Μια εκτέλεση που σηματοδότησε το τέλος ενός εμφύλιου που είχε ήδη τελειώσει, και την αρχή μιας εποχής που θα έπρεπε ( ; ) να είχε αρχίσει προ πολλού.
Εντολή για άφεση, εντολή για εκτέλεση, το αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις εξαρτάται από μια εντολή εκ των άνω, των κατεχόντων την εξουσία, των πολιτικών ταγών – ταγμένων στην εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. «Πώς να βάλεις λάβα στο χαρτί και να μην καούν τα χέρια σου, η καρδιά σου, ακόμα και η τέχνη σου;» αρχίζει τον πρόλογο του βιβλίου η Διδώ Σωτηρίου. Πράγματι, το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα είναι σαν έκρηξη ηφαιστείου, που παρασύρει στην καυτή λάβα της αφήγησης τον αναγνώστη και σκιάζει την ψυχή του με σκόνη. Πληροφορίες για γεγονότα γνωστά και άγνωστα, σκιαγράφηση ηρώων που η συγγραφέας έζησε από κοντά και μοιράστηκε σχεδόν την ανάσα της μαζί τους, στοιχεία – στοιχειά που μας μεταφέρουν τον παλμό της εποχής και προκαλούν ταχυπαλμία.
Το βιβλίο τελειώνει με τα λόγια της Έλλης Παππά (αδελφής της συγγραφέα) στο γράμμα προς τον γιό της, που έγραψε μέσα από τη φυλακή: «Η αγάπη της μάνας σου και του πατέρα σου ας κάνουνε να είναι ευτυχισμένη η ζωή σου, αγοράκι μου, να είναι ευτυχισμένα κι όμορφα τα χρόνια της γενιάς σου. Ας είμαστε εμείς η τελευταία βασανισμένη γενιά». Διαβάζοντας το μυθιστόρημα σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του ως προς το κατά πόσο τη γενιά του εμφυλίου δεν διαδέχθηκε καμία άλλη βασανισμένη γενιά. Να αξιοποιήσει τον καθρέφτη που του δίνει η ιστορία για να δει το μέλλον, κοιτάζοντας το παρελθόν.
Comments