top of page

Έθνος: μία κοινωνική κατασκευή;

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των πολιτικά φορτισμένων εννοιών είναι το γνώριμο αλλά ταυτόχρονα και το ευμετάβλητο του περιεχομένου τους. Αυτό το παράδοξο σημαίνει ότι, αν και είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με την χρήση τέτοιων λέξεων στην καθημερινότητά μας, εντούτοις αυτές παραμένουν εξαιρετικά ρευστές, ανοιχτές σε ερμηνεία, χωρίς ξεκάθαρα όρια. Μία τέτοια έννοια είναι η πάντοτε «πολιτικώς ραδιενεργή» ιδέα περί του έθνους.

Ένα έθνος, φυσικά, ως μορφή κοινωνικού σχηματισμού, εμφανίζει συγκεκριμένα στοιχεία, όπως κοινή γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, γεωγραφική καταγωγή κ.ά.. Αυτό όμως που συνδέει και νοηματοδοτεί όλα αυτά τα γνωρίσματα είναι η διαμόρφωση μίας συλλογικής συνείδησης, η οποία συνιστά την τομή ανάμεσα σε στενότερες ή ευρύτερες ομαδοποιήσεις, όπως ο φατριασμός και ο οικουμενισμός. Η επίτευξη, λοιπόν, αυτής της μεσότητας κοινωνικής συσπείρωσης, αποτελεί την λογική και νομοτελειακή εξέλιξη της φυσικής πορείας του ανθρώπου, ή μήπως πρόκειται για μία κοινωνικώς κατασκευασμένη έννοια;

Προφανώς για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει χυθεί πολύ μελάνι, και σίγουρα αυτή δεν μπορεί να δοθεί με επιστημονική αρτιότητα σε μερικές μόλις παραγράφους. Ωστόσο, αν θέλουμε να θίξουμε το ζήτημα έστω ακροθιγώς αξίζει να αναφερθούμε στις ρίζες των εθνών - κρατών, όπως αυτά γεννήθηκαν μέσα από τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση. Ο κόσμος εκείνη την εποχή βίωνε σταδιακά την εναντίωση στην «ελέω Θεού» βασιλεία, ενώ η κληρονομική μοναρχία και η αριστοκρατία έρχονταν αντιμέτωπες με την άνοδο της αστικής τάξης. Διεκδικώντας την συμμετοχή τους στην οικονομική και πολιτική ζωή, οι αστοί άνοιξαν τον δρόμο για ένα νέο οικονομικό σύστημα που διαδέχτηκε την φεουδαρχία, τον καπιταλισμό. Η εφεύρεση της τυπογραφίας, η μαζικ(οτερ)ή λαϊκή εκπαίδευση και η τύπωση βιβλίων και μέσων μαζικής ενημέρωσης στις καθομιλουμένες γλώσσες και όχι στις λόγιες, όπως τα λατινικά, ώστε οι επιχειρηματίες να μεγιστοποιήσουν την κυκλοφορία, οδήγησαν σε έναν πρωτοφανή για την εποχή κοινό διάλογο και στην δημιουργία του υποστρώματος για την διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων και την γένεση του εθνικισμού.

Αυτή η ιστορική επισκόπηση οδήγησε ορισμένους κοινωνιολόγους να μιλήσουν για τα έθνη ως «φαντασιακές/νοερές κοινότητες» (imagined communities). Ο Benedict Anderson (1), ο οποίος εισήγαγε αυτήν την έννοια, όρισε το έθνος ως μια φαντασιακή πολιτική κοινότητα την οποία κανείς φαντάζεται ως εγγενώς περιορισμένη και κυρίαρχη. Θεωρείται «περιορισμένη» επειδή το έθνος «έχει καθορισμένα, έστω κι αν είναι ελαστικά, σύνορα, πέρα από τα οποία βρίσκονται τα άλλα έθνη». Είναι «κυρίαρχη» (sovereign) επειδή, όσον αφορά την εσωτερική δόμηση της πολιτικής εξουσίας, υπάρχει συμμετοχή του λαού στην ανάδειξη των κυβερνώντων, και έλεγχος τους. Όπως το θέτει ο Anderson, ένα έθνος είναι φαντασιακό επειδή «κανένα μέλος, ακόμη και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει για αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν». Τα μέλη του έχουν μια νοητή εικόνα των σχέσεων μεταξύ τους, όπως π.χ. στην περίπτωση εθνικής ενότητας που αισθάνονται τα μέλη όταν η «φαντασιακή τους κοινότητα» συμμετέχει σε μια ομαδική εκδήλωση όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Με άλλα λόγια, ένα έθνος είναι αντικειμενικά απρόσωπο, ακόμα κι αν κάθε άτομο αντιλαμβάνεται υποκειμενικά τον εαυτό του ως μέλος μίας ενότητας με τους άλλους. Επομένως, το έθνος είναι μια διυποκειμενική πραγματικότητα και υπάρχει μόνο στην συλλογική φαντασία των πολιτών. Γι’ αυτό και δεν έχει καμία σημασία αν ένας κοινωνός πάψει να πιστεύει στην ύπαρξη του έθνους, αλλά χρειάζεται μία πολύ μεγάλη μερίδα για να κλονιστεί η υπόστασή του.

Κάτι άλλο ενδιαφέρον που παρατηρεί ο Anderson, είναι ότι «ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και την εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται πάντα σαν μια βαθιά, οριζόντια συντροφική σχέση. Σε τελευταία ανάλυση, είναι αυτό το αίσθημα της αδελφότητας που δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους τους δύο τελευταίους αιώνες, όχι τόσο να σκοτώνουν, όσο να είναι πρόθυμοι να δίνουν τη ζωή τους για τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις». Καταλήγει δε στο ότι τα έθνη και ο εθνικισμός είναι προϊόντα της νεοτερικότητας και έχουν δημιουργηθεί ως μέσα για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Και αυτό δεν φαίνεται να απέχει παρασάγγας από την φράση που αποδίδεται στον Μάσσιμο ντ’ Ατζέλιο, έναν από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της ιταλικής παλιγγενεσίας, «φτιάξαμε την Ιταλία, [τώρα] ας φτιάξουμε και τους Ιταλούς».

Βεβαίως, η προσέγγιση αυτή δεν στερείται κριτικής. Παραδείγματος χάριν, ο Ernest Gellner, που μαζί με τον Anderson ανήκει στην κονστρουκτιβιστική σχολή ερμηνείας του εθνικισμού, δέχεται ότι στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε δημιουργία ισχυρής εθνικής ταυτότητας χωρίς να προηγηθεί εκβιομηχάνιση, ενώ κατ’ άλλους είναι αμφίβολο το κατά πόσο η τυπογραφία και ο αλφαβητισμός συνέβαλαν στην διάδοση της ιδέας του έθνους, δεδομένης της έντονης εθνικιστικής επίδρασης της προφορικής φιλολογίας, καθώς και των θρησκευτικών τελετών ή κειμένων, όπως η Βίβλος.

Όπως και να ‘χει το πράγμα, οι προτάσεις του Anderson αναδεικνύουν μία βασική προβληματική των κοινωνικών θεσμών, μεταξύ των οποίων και το έθνος: δεν αποτελούν μία αρχέγονη και βιολογικά προκαθορισμένη ιδιότητα του ανθρώπινου είδους, αλλά κατασκευάζονται και αποδομούνται από αυτό στο πλαίσιο της κοινωνικής συγκρότησης, εξελίσσονται δυναμικά και έχουν ενίοτε επικίνδυνα ασαφές περιεχόμενο. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο λόγος που έχουμε δει ανά τους αιώνες τόσους πολλούς να βάζουν την εθνική, θρησκευτική, φυλετική, ή ταξική τους ιδιότητα πάνω από την ιδιότητά τους ως (συν)άνθρωποι.


(1) Άντερσον 1997, σ. 27

bottom of page