top of page

Συναπάντημα ζωής

Χειμώνας. Ένα κατάλευκο βαρύ ένδυμα καλύπτει ένα γραφικό χωριό. Μεγάλο υψόμετρο, μιας απαράμμιλης ομορφιάς πλαγιά και απόκρυμνα πλακόστρωτα μονοπάτια. Τα κλαδιά των δέντρων υποκλίνονται στην εξουσία του χιονιού. Οι σκεπές των σπιτιών καλύφθηκαν από έναν λευκό μανδία. Πυκνή χιονόπτωση πέφτει εδώ και ώρα. Γρήγορη η πτώση του χιονιού και το μέγεθος κορόμηλο. Έξω το κρύο τσουχτερό. Ονειρεμένη εικόνα! Έκανε την εμφάνισή του ο ήλιος κάποια διαστήματα, σαν να ήθελε να μιλήσει στους χωριανούς. Να τους πει δυο λόγια, μερικές λέξεις για τον επικείμενο ερχομό της άνοιξης. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή, ούτε την ημέρα. Μόνο η ελληνική σημαία δήλωνε μιας μορφής κίνηση. Κυμάτιζε από τον άνεμο, που ερχόταν από τον Βορρά. Οι δρόμοι άδειοι. Ένας μεγάλος άσπρος σκύλος φαινόταν που και που να περνά, ψάχνοντας διακαώς για τροφή. Συνήθως μάλωνε με μια μαύρη γάτα. Έτσι ήταν η ζωή στο χωριό, πότε άσπρη, πότε μαύρη. Δυο μαχαλάδες είχε αντικριστά κτισμένους, με γεωμετρική ακρίβεια, σαν να είχαν έμπνευση οι κτίστες της περιοχής.

Στο πιο ψηλό σημείο του πέρα μαχαλά, έστεκε το μόνο τριώροφο σπίτι. Ένα σπίτι σμιλευμένης πέτρας ταιριαστής με την ανάμειξη του άσπρου και μαύρου χρώματος. Εκεί ζούσε ο Κωστής, ένα αξιόλογο σχολιαρόπαιδο με όνειρα! Όλοι είχαν να λένε για τους τρόπους του, την αξιοθαύμαστη παιδεία του, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία των δώδεκα. Ένα παιδί που ατένιζε το μέλλον με αισιοδοξία, επιζητούσε την επιτυχία στη ζωή του. Όμως, όλα άλλαξαν. Ο πατέρας του σταμάτησε την δουλειά στην πόλη, το αφεντικό του δεν τον χρειαζόταν πια. Καβγάδες ξέσπασαν, μεγάλες φασαρίες ήρθαν, ουρλιαχτά δίχως τέλος ακούγονταν. Τα χρήματα καθόριζαν τις ζωές τους. Η μητέρα του δεν μπορούσε να βοηθήσει, είχε αρχίσει από καιρό πριν, το μεγάλο ταξίδι για μια παραδεισένια Ιθάκη, στην ζεστή αγκαλιά των Αγγέλων. Η αγωνία σκέπαζε όλο και περισσότερο το πρόσωπο του Κωστή. Η λύπη αχνοφαινόταν ζωγραφισμένη στα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια του. Ο πατέρας του προσπαθούσε, προσθασούσε σκληρά. Το μέλλον όμως σκιαγραφόταν δυσοίωνο! Δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν πάνω από δυο τρεις κουβέντες. Δεν έβγαιναν από τα στεγνά χείλη, ούτε του ενός, ούτε του άλλου. Πλησίαζε η καρδιά του χειμώνα! Το παγωμένο πέπλο, κάλυπτε το μικρό χωριό. Έτσι ήταν και το κλίμα μεταξύ τους. Είχε πλέον χαθεί οριστικά η επικοινωνία τους, η πνευματική τους σύνδεση, η προσήλωση στην αγνή τους σχέση.

Ένα βράδυ ο γονιός κοιμόταν, κοιμόταν βαθιά κουρασμένος από τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Το παιδί είχε πάρει τις αποφάσεις του. Είχε ήδη κατασταλάξει αυτό το υπέροχο μυαλό, ήθελε να δουλέψει, οραματίζονταν κέρδη πολλά. Αποφάσισε, λοιπόν, να ξεγλιστρήσει από την φτωχική ζωή του τεράστιου σπιτιού του. Δεν τον χωρούσε πλέον, πίστευε ότι γινόταν βάρος, βάρος ασήκωτο για τις ήδη ταλαιπωρημένες πλάτες του πατέρα του. Αργά τη νύχτα, βγήκε από το δωμάτιο και έφυγε. Αναχώρησε για το όνειρο, άνοιξε πανιά για την πρωτεύουσα...

Περπατούσε στην παγωνιά. Χιλιόμετρα πολλά έκανε. Δεν συναντούσε τίποτα, ούτε πετούμενο, ούτε τετράποδο! Μονάχα ένα άστρο πολύ φωτεινό στον ουρανό υπήρχε. Του έδειχνε το δρόμο. Ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ. Μια απ’ τα αριστερά και μια απ’ τα δεξιά της οδού. Κανένα αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε. Ήταν όλα αγκιστρωμένα μέσα στα χωριά. Δεν άντεχε άλλο ο Κωστής, ούτε πνευματικά, αλλά κι ούτε σωματικά. Οι πατούσες του είχαν γίνει ένα με το οδόστρωμα, το σώμα του ξύλιαζε! Εν τω μεταξύ, ξημέρωνε... Παρατήρησε στο βάθος ένα χωριό, δεν ήξερε όμως το όνομα του. Εισήλθε μέσα, έρημο φαινόταν! Έφτασε και στην πλατεία του, μια τετράγωνη μεγάλη πλατεία με μεγάλες καρυδιές και ένα άγαλμα ενός εθνικού ήρωα, που τον καλωσόριζε στον τόπο αυτό. Ώσπου ένοιωσε μια ακτίνα φωτός να διαπερνά από μπροστά του. Γύρισε το κεφάλι για να δει από που ερχόταν. Ήταν μακριά όμως... Αποφάσισε να περπατήσει προς την κατεύθυνση του φωτός.

Ήταν ένα μικρό οίκημα, που είχε όμως ζωή μέσα. Μια ηλικιωμένη άνοιξε ξαφνικά το παραθύρι, τον είδε και του έκανε νεύμα να πλησιάσει. Είχε καταλάβει, ότι επρόκειτο για παιδί μικρό. Ήθελε να το ρωτήσει, να μάθει ποιος ήταν ο λόγος, που κυκλοφορούσε στο χωριό της, τίνος ήταν αυτό, από που κρατούσε η σκούφια του. Αμέσως το φώναξε μέσα και το καλωσόρισε. Με πολύ γλυκιά φωνή ξεκίνησε να του μιλά. Του έκανε πρωινό να φάει, τον χάιδευε σαν νεογέννητο παιδί, του κρατούσε συντροφιά, μέχρι να τελειώσει και την τελευταία του μπουκιά. Τον έβαλε να κάτσει πλάι στο τζάκι, να ζεσταθεί. Τον μάγευε με την ήρεμη φωνή της και καθισμένη στο καναπέ του σπιτιού της τον κοιτούσε όλο στοργή. Επιχείρησε να κάνει κουβέντα μαζί του, δεν αντάλλαξαν όμως λόγια. Ο Κωστής, δεν είχε συνέλθει ακόμα. Μόνο άκουγε, είχε ανάγκη για θαλπωρή. Ήθελε να ενδιαφερθεί κάποιος γι’ αυτόν. Να τον βοηθήσει κάποιος, να τον νουθετήσει, να γαληνεύσει την καρδιά του! Επιθυμούσε να βρει ένα λιμάνι, το δικό του λιμάνι. Η ηλικιωμένη, ήταν ο άνθρωπός του, ήταν η μεγαλόχαρη η Παναγιά, προσωποποιημένη σε μια στοργική γυναίνα, που τον προστάτευε. Αυτόν τον χειμώνα που ήταν πραγματικά πολύ κρύος...

Αφιερωμένο στον παππού μου, Αριστείδη


bottom of page