Καθώς περπατούσε μόνη σε ένα στενό, είδε ένα παράθυρο φωτισμένο, μια οικογένεια χαρούμενη και ευτυχισμένη γύρω από ένα τραπέζι και ένα σκυλί να τρέχει στην αγκαλιά ενός μικρού αγοριού. Αυτή όμως έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε να προχωράει τον μακρύ δρόμο προς το σπίτι της. Σκεφτόταν πώς θα ήταν αν και αυτή είχε μια αγκαλιά να τη περιμένει, ένα ζεστό σπιτικό όπου να ξέρει ότι δεν θα την αγγίξει κανένα πρόβλημα. Προσπάθησε να το φανταστεί αλλά της ήταν αδύνατο... Δεν της ήταν γνώριμη αυτή η αίσθηση.
Ξαφνικά άρχισε να βρέχει, τόσο δυνατά όπως ένας καταρράχτης πέφτει κάτω. Δεν την πείραξε όμως, η βροχή την δρόσιζε από τα ζεστά δάκρυά της. Μετά από λίγη ώρα κόπασε, ο ήλιος εμφανίστηκε σιγά σιγά μαζί με ένα φωτεινό ουράνιο τόξο και το κορίτσι είχε φτάσει στο σταθμό του τρένου... Είχε φτάσει σπίτι της, δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο πέρα από τη βαλίτσα της, γιατί γι’ αυτή η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι και σπίτι της το οπουδήποτε, επειδή δεν έχει σημασία από πού ξεκινάς αλλά πού θα καταλήξεις. Σπίτι σου είναι όπου εσύ θες να πας με χαρά, όπου εσύ νιώθεις ότι ανήκεις.
Comments