Κυριακή πρωί. Πού να πήγαινα; Ούτε που θυμάμαι. Θυμάμαι όμως την εξής εικόνα: άδεια η Αλίμου. Ένα μόνο αυτοκίνητο έρχεται αργά και σταματάει στο φανάρι. Ο οδηγός, ένα πρόσχαρος άνθρωπος, μου μεταδίδει μια ζωντάνια, που έχουμε συνηθίσει να μη συνδυάζουμε με την ηλικία του. Ακούει στο τέρμα τη Συννεφούλα. «Μ' αγαπάει τη μια, την άλλη με ξεχνάει». Ποιος; Δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που συναντιέται το βλέμμα μας, είναι που με τσακώνει να ξαφνιάζομαι με αυτό το άκουσμα κι έπειτα να παραδίδομαι στο ρυθμό και να επιδίδομαι στο σφύριγμα. Δεν σταματώ το περπάτημα, αλλά έχει γίνει αυτόματα πιο ρυθμικό, ο σφυγμός της καρδιάς μου μεταδίδεται στα άκρα μου. Το αίμα ακολουθεί διαρκώς αυτή την πορεία, από τη μια άκρη του σώματος στην άλλη, όμως τώρα το νιώθω να συμβαίνει, βρίσκομαι σε πλήρη ενσυνειδητότητα. Μέχρι και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν. Εύχομαι να παραμείνει κόκκινο και το φανάρι.
Φυσικά το αυτοκίνητο πέρασε και εξακολούθησε την πορεία του, πιστό στις επιταγές του χρόνου, που προχωράει πάντα μπροστά. Όμως αυτά τα δευτερόλεπτα ένιωσα τη σχετικότητά του, μου προσφέρθηκε μια στιγμή παντελούς συνειδητοποίησης. Τα πόδια μου πάτησαν πιο γερά στη γη, ενώ το κεφάλι μου ήταν στα σύννεφα. Μαζί με τη Συννεφούλα.
コメント