Μια κοπέλα απέναντί μου, όμορφη, μελαγχολική, τα μαλλιά σε μαντίλι, το κεφάλι γερμένο στο παράθυρο και τα χείλη μισάνοιχτα. Από εκείνους τους ανθρώπους που φαντάζεσαι ότι όταν σηκωθούν να περπατήσουν, θα είναι σαν να μην πατάνε στη γη. Τι να σκέφτεται άραγε; Θα μπορούσε να σκέφτεται το τίποτα ή τα πάντα.
«Εμείς κι εσείς τους μπάτσους τους τρώμε για πρωινό», ακούγεται υπόκωφα σε όλο το βαγόνι.
Δίπλα μου μια κυρία με καρότσι, γεμάτη ευγνωμοσύνη που έκανα απλά μια θέση πιο κει για να βολευτεί καλύτερα. Χείλη φουσκωμένα και αρώματα. Κορίτσι που δεν ήθελε να μεγαλώσει.
«Οι πράσινοι και οι κόκκινοι τους μπάτσους τους τρώνε για πρωινό», η φωνή όλο και δυναμώνει, κάνοντας τους επιβάτες να κοιτούν αμήχανα γύρω γύρω αναζητώντας την πηγή της.
Εγώ, κανονική, καθημερινά ρούχα, μεγάλη τσάντα στον ώμο, τα μαλλιά σε χαμηλό κότσο. Θα μπορούσα να γυρνάω από τη σχολή, από τη δουλειά, από κάποιο άχρωμο γραφείο.
«Οι πράσινοι και οι κόκκινοι δεν αστειεύονται ρε μαλάκα», τα τελευταία λόγια που ακούω πριν διασχίσω το διάκενο από το βαγόνι στην αποβάθρα.
Η κοπέλα γλιστράει μέσα από τον κόσμο. Είτε υπάρχει είτε όχι είναι για τους άλλους το ίδιο. Για μένα τίποτα δεν είναι το ίδιο. Τα πάντα τα προσλαμβάνω διαφορετικά. Θα ήθελα να ξέρω αν αυτή η φαρδιά φόρμα και το ξεθωριασμένο φούτερ είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου. Ασυνείδητα ή όσο ποτέ συνειδητά περπατάω πίσω της για όσο περισσότερο γίνεται. Διαλέγει όμως διαφορετική έξοδο. Φυσικά και το κάνει. Αμέσως μετά τη δική μου έξοδο ακολουθεί πάλι είσοδος. Είναι παγίδα και είναι αναπόδραστο. Εκείνη μπορεί να διαλέξει την ελευθερία. Φυσικά και το κάνει.
コメント