Σκάβουμε ασταμάτητα από το πρωί·
μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε επιτέλους;
Καθένας σκάβει όπως μπορεί·
άλλος με το φτυάρι, άλλος με τα χέρια,
άλλος δεν έχει ούτε χέρια ούτε φτυάρι
και σκάβει με τα δόντια
– μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε;
Τριγύρω το χώμα υγρό·
η βροχή σταματά λίγο κι ύστερα
ξαναρχινάει
πιο δυνατή, πιο σφοδρή
κι ανατριχιάζει τα κόκκαλά μας.
Ωστόσο, καθένας έχει τον λάκκο του.
Δώθε ένας έχει πάρει το χρώμα αυτό
λίγο πριν ξεψυχήσει,
μα δεν σταματά να σκάβει
κι όλο επιμένει κι επιβιώνει.
Ο κόσμος όλος γίνεται και πιο μαύρος,
πιο σκοτεινός κι εμείς πλέον βλέπουμε
μόνο τα χέρια μας μελανιασμένα
κι εκείνους τους λάκκους
που μας κοιτάζουν πάντα πίσω.
Νύχτωσε πια·
η ψυχή μας κουράστηκε,
δεν μπορεί άλλο να περιμένει.
Αδράξαμε όλη την μέρα μας σκάβοντας·
ο λάκκος που μας κοιτάζει πίσω
είναι δικός μας λάκκος.
Αφήνουμε τα φτυάρια ή τα χέρια ή τα δόντια –
μπαίνουμε μέσα.
Τώρα μπορούμε να σταματήσουμε.
Comments